Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μαζικός
- απόδοση: που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται η μαζική παραγωγή του νέου μοντέλου αεροσκάφους με το νέο έτος
εξυπηρετείται στις μετακινήσεις του στην πόλη με μέσα μαζικής μεταφοράς
η εργοδοσία απείλησε με το αντίποινο των μαζικών απολύσεων
καθημερινά παρακολουθεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
ο κατακτητής προέβη σε μαζική εξόντωση του πληθυσμού