Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κύριος - 2
- απόδοση: που παρουσιάζει ενδιαφέρον / που έχει καθοριστική σημασία επί ουσιαστικών θεμάτων
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρεται στο κύριο άρθρο της εφημερίδας
από ετών ο κυριότερος ανταγωνιστής & ο πλέον επικίνδυνος
από τα παραγόμενα το κυριότερο αγαθό της περιοχής
αποτελεί το κύριο μέλημα
αποτελεί το κύριο πρόβλημα εξ όσων αντιμετωπίζει
αποτελεί το κυριότερο γνώρισμα των εθισμένων σε ναρκωτικές ουσίες
διάβασε το κύριο άρθρο του περιοδικού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
είναι η κύρια απασχόλησή του
εξ όλων το κυριότερο προσόν που διαθέτει
την χαρακτήρισε κύριο υπεύθυνο της καταστάσεως