Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρινόμενος
- απόδοση: που κρίνεται για τη συμπεριφορά τις πράξεις του ή το έργο του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποφεύγει επιμελώς τη θέση του κρινόμενου λόγω χαρακτήρος