Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κουκουλοφόρος
- απόδοση: ληστής ή ταραχοποιό στοιχείο με καλυμμένη κεφαλή ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πορεία διαμαρτυρίας για τα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας βρίσκεται σε εξέλιξη ακολουθούμενη από θερμοκέφαλους κουκουλοφόρους