Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που αναφέρεται στον κόσμο ή στα ανήκοντα στο σύμπαν / που είναι σε αντιδιαστολή με τον θρησκευτικό ή τον μοναχό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεχόμεθα αδιακόπως κοσμική ακτινοβολία > σκόνη
διαμένει σε δρόμο με έντονη κοσμική κίνηση
εθεάθη σε πολυτελές εστιατόριο συνοδεύων γνωστότατη κοσμική κυρία
ο εκάστοτε Πάπας πέραν από θρησκευτικός αρχηγός των Ρωμαιοκαθολικών είναι εκφραστής κοσμικής εξουσίας ως ηγέτης του Βατικανού
ο πανταχού παρών λ κύριος εθεάθη σε παράσταση της Λυρικής Σκηνής
τακτικά διαβάζεις γι’ αυτήν στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων
τον πατέρα Μελέτιο επισκέπτεται πλήθος κοσμικών στο κελί του
του αρέσει ιδιαίτερα η κοσμική ζωή