Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κοινός
- απόδοση: που ανήκει ή χρησιμοποιείται από πολλούς / που αφορά μεγάλο μέρος του συνόλου / που αποτελεί δραστηριότητα δύο ή περισσοτέρων ατόμων / που δεν τον χαρακτηρίζει κάτι το ιδιαίτερο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να εκφρασθεί επαρκώς στην κοινή διάλεκτο
αποτελεί κοινό μυστικό ότι απέχουν από τη συζυγική κλίνη
αποτέλεσε κοινό τόπο
ας απολαύσουν & οι κοινοί θνητοί
διαθέτει επαρκώς τον κοινό νου
δύναται να επηρεάζει την κοινή γνώμη υπέρ αυτού
εκφράζεται λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την αντίδραση της κοινής γνώμης
εμφανίσθηκε εν αδαμιαία περιβολή σε κοινή θέα
επιτέλους κατανοήσατε ότι αποτελεί κοινή υπόθεση
έτυχε θερμής αντιμετώπισης διότι υφίσταται το κοινό συμφέρον
η γνώση πρέπει να αποτελεί κοινό κτήμα
η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί κοινή επιθυμία των Ελλήνων
μπορώ να σε καταλάβω διαθέτω κι εγώ κοινή λογική
ομιλούσαν την κοινή ελληνική
ορίζει με συγγενικά πρόσωπα κοινή περιουσία
παρενοχλεί τους συνοίκους τις ώρες κοινής ησυχίας
πίσω του υποκριτικού καθωσπρεπισμού υπάρχει μία κοινή γυναίκα
σύντομα θα δοθεί ο αναπλασθής πεζόδρομος σε κοινή χρήση
υπήρξε ο λ παρανομαστής