Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιγοστός
- απόδοση: ο περιορισμένος / ο σχετικά λίγος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λιγοστοί έως ελάχιστοι πλέον οι γνώριμοι που ενδιαφέρονται για την τύχη του
μετά βεβαιότητος λιγοστοί το έχουν προσέξει
υπολογίζει σε λιγοστά έως ανύπαρκτα τα αναμενόμενα οφέλη