Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που έχει μικρό όγκο / ο λεπτοκαμωμένος / ο φίνος / ο εκλεπτυσμένος / ο οξύς /αυτός που προσβάλλεται & βλάπτεται εύκολα ως ευπαθής
- αντίθετο: χονδρός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιλαμβάνομαι κύριε ότι για το ξυλόγλυπτο τέμπλο απαιτήθηκε λεπτή δουλειά
αποφεύγω να το θίξω διότι πρόκειται για λεπτό θέμα
άτομο αρρενωπό & λεπτών τρόπων δίδων την εντύπωση θηλυπρεπούς
διαθέτει ιδιαίτερα λεπτή όσφρηση & αισθήσεις γενικότερα
έδεσμα λεπτής γεύσεως & έξοχης επίγευσης
ζήτημα ιδιαίτερα λεπτό που η προσέγγισή του απαιτεί προσοχή & λεπτότητα
λεπτός άνθρωπος με φινέτσα
λεπτού γούστου γυναίκα
πάντα ευγενικός χαρακτηριζόμενος ανέκαθεν από λεπτή συμπεριφορά
στα λεγόμενά του διέκρινα λεπτή ειρωνεία να πλανάται αδιόρατα
το αντιμετωπίζω ως θέμα λεπτής φύσεως & δεν το συζητώ