Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που προέρχεται από τον λαό / που ανήκει στον λαό / που αναφέρεται ή απευθύνεται στον λαό / ο κοσμικός που δεν έχει ιδιότητα ιερωμένου ή μοναχού
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δια επεμβάσεως του υπουργού τα μέτρα ανεστάλησαν υπό την πίεση της λαϊκής κατακραυγής
διετέλεσε λαϊκός επίτροπος
εδόθη σε λαϊκό προσκύνημα η σωρός του αποθανόντα Μητροπολίτη
επιδιώκει να κάνει τα ψώνια του σε λαϊκή αγορά
ευρισκόμεθα προ εκτεταμένης λαϊκής εξεγέρσεως & μη ελεγχόμενης
έχει τη φήμη λαϊκού ήρωα
θεωρείται φτηνότατο λαϊκό θέαμα που όμοιό του δεν υπάρχει
πρόκειται περί λαϊκότατου τύπου
χρησιμοποιεί σκοπίμως λαϊκότατη φρασεολογία
ως ανερχόμενη πολιτικός διαθέτει ικανοποιητικό λαϊκό έρεισμα