Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαϊκίζων
- απόδοση: που η πρακτική την οποία ακολουθεί τείνει στον λαϊκισμό
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λαϊκίζων τύπος με χαρακτηριστική την φέρουσα αμφίεση
ομιλεί με λαϊκίζουσα διάλεκτο
ως μέσον επιβολής επέλεξε την λαϊκίζουσα προπαγάνδα