Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κενός
- απόδοση: ο στερούμενος περιεχομένου / άδειος / κούφιος / ανεκπλήρωτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άνθρωπος κενών συναισθημάτων
άτομο κενού περιεχομένου & ουδεμίας αξίας
επικρατεί κενό αέρος
η κεφαλή του αποτελεί κενό δοχείο
η ομιλία του υπήρξε λ λόγος
λόγια > σύνθημα > ομιλία κενού περιεχομένου
φέρει κενό κρανίο