Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταλυτικός
- απόδοση: που επιταχύνει καθοριστικά τις εξελίξεις / που δρα καταστρεπτικά
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει μια άνευ προηγουμένου καταλυτική δύναμη
η παρουσία της υπήρξε καταλυτική επαναφέροντας στην τάξη την διασαλευμένη κατάσταση