Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καραγκιόζης
- απόδοση: το κεντρικό πρόσωπο του θεάτρου σκιών που με τα παθήματά του διασκεδάζει θεατές ή αναγνώστες / μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο φαιδρό / ο συμπεριφερόμενος κωμικά προκειμένου να προκαλέσει το γέλιο των οικείων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η νοοτροπία του θυμίζει λίγο τη λογική του καραγκιόζη
ο βίος του θυμίζει παράσταση καραγκιόζη