Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλπάζων
- απόδοση: αρνητικό κυρίως φαινόμενο εξελισσόμενο ραγδαία
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί το οικονομικό επιτελείο να συγκρατήσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό
διαπιστώθηκε καλπάζουσα φυματίωση σε εξέλιξη
η υγεία του παρουσιάζει καλπάζουσα επιδείνωση μη αναστρέψιμη