Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλός
- απόδοση: που διακρίνεται για συναισθήματα αγάπης / που διαθέτει ηθικές αρχές & ακολουθεί κανόνες συμπεριφοράς / ηθικά αγαθός / ενάρετος / έντιμος / άψογος / αμερόληπτος / πρόθυμος / χρήσιμος / επίλεκτος / επιτήδειος / ευχάριστος / υπολογίσιμος / ενδεδειγμένος / που συγκεντρώνει πλήθος αρετών
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άνθρωπος με καλή καρδιά
διατηρεί αναμφισβήτητα "καλό όνομα" στην αγορά
έχει λεπτή συμπεριφορά είναι δε λ άνθρωπος
ήσυχος άνθρωπος & καλό παιδί
κινείται εντός των πλαισίων της ευπρέπειας & των καλών τρόπων
λ συγγενής κυριολεκτικά
υπήρξε λ πατέρας & σύζυγος ανέκαθεν