Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλλιεργούμενος
- απόδοση: που εκ συστήματος καλλιεργείται προκειμένου να αποφέρει καρπούς ή αποτέλεσμα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε καλλιεργούμενη ωραιοποίηση της καταστάσεως
επιδιώκω συνάντηση όχι από καλλιεργούμενη συνήθεια αλλά για να απολαύσω την ιδιαιτερότητα που ως άτομο εκφράζει
τα ευρισκόμενα εν Κάσω κτήματα δεν είναι επαρκώς καλλιεργούμενα
το κτήμα βρίθει από καλλιεργούμενα δενδρύλλια