Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κάκιστος
- απόδοση: ιδιαίτερα κακός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο δίδων κάκιστο παράδειγμα ως οικογενειάρχης
δια της μουσικής του παρήγαγε κάκιστους ήχους
η ΕΣΣΔ παρήγαγε αυτοκίνητα κάκιστης ποιότητας
προσέφερε στο αναγνωστικό κοινό κάκιστη μετάφραση του έργου
το εξαίρετο κατά τα άλλα έργο δεινοπάθησε από κάκιστη μετάφραση
ως οικιακή βοηθός προσέφερε κάκιστες υπηρεσίες