Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθοριστικός
- απόδοση: που καθορίζει την εξέλιξη καταστάσεως ή προσδιορίζει το αποτέλεσμα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτέλεσε για την κοινωνική εξέλιξη καθοριστικό ρόλο > περιβάλλον
προέκυψαν εντελώς απρόβλεπτες & καθοριστικές εξελίξεις