Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθιερωμένος
- απόδοση: μονιμοποιημένος / επισημοποιημένος / πατροπαράδοτος / που αναγνωρίζεται από το σύνολο & επιβάλλεται σε αυτό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί αυστηρά καθιερωμένο τρόπο ζωής
αναμασά ως ζώο μιμητικό το καθιερωμένο σλόγκαν των ημερών
η σοκολάτα αυτή αποτελεί καθιερωμένο προϊόν της αγοράς
πρόκειται για την καθιερωμένη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών
το Πάσχα εκδηλώνεται η καθιερωμένη έξοδος στις επαρχίες