Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθημερινός
- απόδοση: που συμβαίνει ή παρουσιάζεται εκ συστήματος κάθε ημέρα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε σε κωμικές καταστάσεις εκ του καθημερινού βίου
αρέσκεται σε καθημερινές εξόδους μετά της συζύγου
καθημερινή ενασχόληση > απασχόληση > ασχολία > συνήθεια
πτωχότατο το καθημερινό λεξιλόγιο
το φαγητό αυτό αποτελεί το καθημερινό του