Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευτελής
- απόδοση: που εμφανίζει χαμηλή ποιότητα / ο φτηνός / που τον χαρακτηρίζει κατωτερότητα / το πρόστυχο / το χυδαίο
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προέβαλε επιχειρηματολογία που υπήρξε ολότελα λ
περιφέρει ταμπακιέρα ευτελούς αξίας την οποία επιδεικνύει ως κάτι ιδιαίτερο