Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εύρημα
- απόδοση: το αποτέλεσμα έρευνας / επινόηση / πρωτότυπη ιδέα / κάτι το πολύ χρήσιμο & συμφέρον που παρουσιάζεται ανέλπιστα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αυτό το συμπαθές κορίτσι που προσέλαβα είναι λ
τα εν Δελφοίς ευρήματα εκπλήσσουν τους μελετητές της αρχαιολογίας