Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευπαθής
- απόδοση: που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς ή κατάλληλες συνθήκες
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η χώρα βρέθηκε σε ευπαθή κατάσταση από οικονομικής απόψεως
πρόσεξε το ρολόι είναι ιδιαίτερα ευπαθές
τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ευπαθή υγεία