Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εύλογος
- απόδοση: το θεωρούμενο λογικό & δικαιολογημένο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατίθεται σε εύλογη τιμή
έχει κάθε εύλογο συμφέρον να συμπράξει
θεωρώ ότι είναι εύλογο να διαμαρτύρεται επιμόνως
ο ομιλητής έθεσε εύλογο ερώτημα
του έδωσε εύλογη προθεσμία