Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εύκολος
- απόδοση: που δεν απαιτεί κόπο ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα γνώσεις ή δεξιοτεχνία / για χρονική περίοδο κατά την οποία επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες / που ικανοποιείται με ό,τι του προσφέρεται / άτομο που ενδίδει σε πιέσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από παιδάκι υπήρξε λ άνθρωπος
δυστυχώς έμαθε πλέον στο εύκολο χρήμα
κυνηγός του εύκολου κέρδους
το βρίσκω κατορθωτό με εύκολο τρόπο
υπήρξε εύκολη γυναίκα