Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευκαταφρόνητος
- απόδοση: ο ανάξιος λόγου / το ασήμαντο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από το ακίνητο εισπράττει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 12 χιλ. ευρώ