Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έρεισμα
- απόδοση: στήριγμα εκ του οποίου αντλείται κύρος ή δύναμη
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει ικανό λαϊκό λ τελευταία
η Μεγάλη Βρετανία διατηρεί ερείσματα σε πρώην αποικίες