Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εργώδης
- απόδοση: που απαιτεί επίπονη κοπιαστική προσπάθεια
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί εργώδες εγχείρημα που συν τοις άλλοις απαιτήθηκε άφθονος χρόνος
το παρόν λεξικό είναι αποτέλεσμα εργώδους πνευματικής δραστηριότητος