Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίσημος
- απόδοση: που γίνεται δημόσια σύμφωνα με καθιερωμένους κανόνες & συνήθως έχει πανηγυρικό χαρακτήρα / το αποδεκτό από το σύνολο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδόθη στην δημοσιότητα το επίσημο έγγραφο > κείμενο
λ επισκέπτης > καλεσμένος της κυβέρνησης
οι παρευρισκόμενοι στη δεξίωση οφείλουν να φέρουν επίσημο ένδυμα
√ συγγενές: βαρύ ένδυμα
ομίλησε ως λ προσκεκλημένος εν Ιταλία σε πνευματικό ίδρυμα της χώρας
παρακάθισε σε επίσημο γεύμα που παρέθεσε η Προεδρία της Δημοκρατίας
της έκανε επίσημη πρόταση γάμου