Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίμαχος
- απόδοση: το αντικείμενο αντιπαράθεσης ή ανταγωνισμού
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε εκτενώς στο επίμαχο σκάνδαλο
αντιμετωπίζεται με εσφαλμένο τρόπο το επίμαχο ζήτημα
αποσύρθηκε η επίμαχη πρόταση της συμφωνίας
αποτέλεσε επί μακρόν το επίμαχο θέμα προς συζήτηση