Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιλεγμένος
- απόδοση: ο προτιμότερος εκ του συνόλου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από νέα μελετά επιλεγμένα βιβλία
επιδιώκει συστηματικώς να λαμβάνει επιλεγμένη τροφή
κατά κανόνα ακροάζεται επιλεγμένη μουσική
κοινωνική μεν που συναναστρέφεται όμως επιλεγμένους φίλους