Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επερχόμενος
- απόδοση: που θα λάβει χώρα που θα πραγματοποιηθεί στο ορατό μέλλον
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διείδε προώρως τον επερχόμενο κίνδυνο