Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επαρκής
- απόδοση: που έχει την αναγκαία ποσότητα / που διαθέτει τις ικανότητες
- αντίθετο: ανεπαρκής
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο τραπεζικός λογαριασμός δεν έχει επαρκές υπόλοιπο ώστε να πληρωθεί η εμφανισθείσα επιταγή
προέβλεψε για το ταξείδι επαρκείς προμήθειες
προέκυψε λ συνεννόηση
ως δόκιμος πλοίαρχος δεν θεωρείται λ