Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επάρατος
- απόδοση: βλαβερός / καταστρεπτικός / ο θεωρούμενος καταραμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Ελλάδα ως χώρα υπέπεσε κατά το παρελθόν σε επάρατο εθνικό διχασμό