Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επαναλαμβανόμενος
- απόδοση: που επαναλαμβάνεται περισσότερο της μίας φοράς
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ατυχώς βιώνει επαναλαμβανόμενη εμπειρία
για πολλοστή φορά διέπραξε το αυτό επαναλαμβανόμενο ατόπημα
επαναλαμβανόμενο πρόβλημα σε σημείο που κουράζει
η σειρήνα συναγερμού παράγει επαναλαμβανόμενο ήχο