Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επακόλουθος
- απόδοση: που επακολουθεί / που συμβαίνει ύστερα από κάτι άλλο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έγινε σωρεία λαθών με τα γνωστά επακόλουθα