Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξελιγμένος
- απόδοση: που έχει δεχθεί εξέλιξη μέσω διαδοχικών σταδίων / που προόδευσε
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στη δεκαετία του ’70 ένα μικρό γερμανικό εργοστάσιο παρήγαγε ηχητικά συστήματα εξελιγμένης τεχνολογίας σε ιδιαίτερα περιορισμένο αριθμό αντιτύπων