Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξαίσιος
- απόδοση: το ξεχωριστό για την έντονη ιδιότητά του / το ασυνήθιστο
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απόλαυσα ένα εξαίσιο κρασί προερχόμενο από την Ιταλία
εξαίσια γεύση ενός ιδιαίτερου εδέσματος
εξαίσια μουσική προκαλούσα ψυχική ευφορία & πνευματική άνθηση
κάτω από το πανέμορφο μεταξωτό φόρεμα διακρίνονταν αχνά οι γραμμές ενός εξαίσιου κορμιού
ναός που προσφέρει εξαίσιες τοιχογραφίες καμωμένες δια χειρός Κόντογλου
προσέφερε στους καλεσμένους ένα ομολογουμένως εξαίσιο γεύμα