Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξαίρετος
- απόδοση: ιδιαίτερος / πολύ καλός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απόλαυσα ένα εξαίρετο πρόγευμα > γεύμα > δείπνο
εξαίρετη συλλογή η προβαλλόμενη στο Βυζαντινό Μουσείο
λ καλλιτέχνης αν & δυσνόητος
λ νομικός με επιτυχή καριέρα & πλήθος επιτυχών δικών
μαθήτευσε σε εξαίρετο σχολείο