Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξαιρετικός
- απόδοση: που ξεχωρίζει από το σύνολο λόγω ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απολαύσαμε εξαιρετικό γεύμα & ιδιαίτερο σέρβις
διαθέτει εξαιρετική εργονομία
δίδεται > παρέχεται > προσφέρεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις
διέγραψε εξαιρετική καριέρα
μας προσέφερε ένα εξαιρετικό ρόφημα > αφέψημα
προέκυψε αναπάντεχη & εξαιρετική γνωριμία
προσφέρει εξαιρετική ποιότητα