Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εντυπωσιακός
- απόδοση: που προκαλεί έντονη εντύπωση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον συντροφεύει γυναίκα εντυπωσιακής ομορφιάς
διαθέτει εντυπωσιακό ύψος
διαμένει σε εντυπωσιακή κατοικία όπου προβάλλει τα προσφάτως κτηθέντα
εμφανίσθηκε με εντυπωσιακό ένδυμα προσελκύοντας τα βλέμματα
ως γλύπτης παρήγαγε εντυπωσιακό έργο