Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έντονος
- απόδοση: που έχει ένταση & δύναμη / που εκδηλώνεται με οξύτητα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαμαρτυρήθηκε με έντονο ύφος & οξύτητα
εδέχθη επίθεση δια εντόνων φράσεων
επιδίωκε από νεαρή την έντονη ζωή την γεμάτη ποικίλα ενδιαφέροντα
παρέστη μάρτυρας έντονης διαμάχης
τελευταίως δέχεται έντονες πιέσεις