Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενεργοποιημένος
- απόδοση: που έχει τεθεί σε ενεργή κατάσταση, που έχει τεθεί σε δράση
- αντίθετο: απενεργοποιημένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η συσκευή είναι ενεργοποιημένη από πρωίας