Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενδιαφέρων
- απόδοση: που συγκεντρώνει ή προκαλεί την προσοχή
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απολαύσαμε ένα ενδιαφέροντα διάλογο
εδέχθη λίαν ενδιαφέρουσα πρόταση οικονομικού περιεχομένου
εν τέλει προέκυψε ενδιαφέρουσα συζήτηση
ενδιαφέρουσα επένδυση με καλές προοπτικές
ομολογώ ότι πρόκειται για ενδιαφέρουσα περίπτωση
παρακολούθησα μία ενδιαφέρουσα ομιλία
σπεύδω στην παρέα προβλέπεται να συζητηθούν ενδιαφέροντα θέματα