Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενδιαφερόμενος
- απόδοση: που εκδηλώνει ενδιαφέρον σε κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η επανέκδοση θα ικανοποιούσε πλήθος ενδιαφερομένων αναγνωστών
η κυβέρνηση κάλεσε ενδιαφερόμενους επενδυτές