Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιδιόρρυθμος
- απόδοση: που έχει ίδιον χαρακτήρα ο οποίος απέχει από τον καθιερωμένο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ άνθρωπος / καλλιτέχνης / ζωγράφος / ποιητής