Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δύστροπος
- απόδοση: κακότροπος / που δείχνει έλλειψη συμβιβαστικότητας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δύστροπη ως υπάλληλος αλλά ταχύτατη & αλάθητη πρακτικογράφος