Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμφανής
- απόδοση: που διακρίνεται με την όραση ή την αντίληψη / αντιληπτός / προφανής / ευδιάκριτος / αισθητός
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τουρκογενής με εμφανή μογγολικά χαρακτηριστικά επί του προσώπου