Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελαφρός
- απόδοση: που παρουσιάζει μικρό βάρος ή όγκο / ο εύκολα μετατοπιζόμενος / που εύκολα μπορείς να υπομείνεις / που δεν καταπονεί / που δεν προκαλεί ιδιαίτερη κόπωση / που μόλις γίνεται αισθητός / που περιέχει περιορισμένη ποσότητα συστατικής ουσίας / που δεν βαρύνει / μειωτικός χαρακτηρισμός ατόμου πράγματος ή καταστάσεως
- γένη: -ός -ιά -ύ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκεται στη βεράντα & απολαμβάνει το ελαφρύ αεράκι
γυναίκα ελαφρών ηθών
εκ του ατυχήματος προέκυψε ελαφρά διάσειση
επιθυμώ ένα ελαφρύ γεύμα
κοιμάμαι με ελαφρά συνείδηση
μετά το έμφραγμα ασχολείται με ελαφρά εργασία
πρόκειται για ελαφρά κατασκευή
πρόκειται για ελαφρό άτομο > θέατρο > λογοτέχνημα > μουσικό έργο
συνήθως κάνει ελαφρό ύπνο
το αλουμίνιο ανήκει στην κατηγορία των ελαφρών μετάλλων
υπέστη ελαφρό τραυματισμό
ως γιατρός έχει εντυπωσιακά ελαφρύ χέρι