Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελαττώμενος
- απόδοση: μειούμενος / περιοριζόμενος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η συνεχώς ελαττώμενη ακοή του δυσχεραίνει την επικοινωνία με τους οικείους